- υπόξηρος
- -ον, Α [ξηρός]1. ο κάπως ξηρός·2. (για τόπο) αυτός που παρουσιάζει ξηρασία σε μικρό βαθμό3. (για μέρη τού σώματος) ο κάπως ισχνός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπόξηρος — somewhat dry masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόξηρον — ὑπόξηρος somewhat dry masc/fem acc sg ὑπόξηρος somewhat dry neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποξήροις — ὑπόξηρος somewhat dry masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποξήρου — ὑπόξηρος somewhat dry masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποξήρους — ὑπόξηρος somewhat dry masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποξήρων — ὑπόξηρος somewhat dry masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποξήρῳ — ὑπόξηρος somewhat dry masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόξηρα — ὑπόξηρος somewhat dry neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόξηροι — ὑπόξηρος somewhat dry masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek